- διασκεδάσῃς
- διασκεδάννυμιscatter abroadaor subj act 2nd sgδιασκεδάζωdisperseaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Nickelodeon (Greece) — Nickelodeon Greece Launched September 3, 2010 Picture format 16:9 (576i, SDTV), (1080i, HDTV) Country Greece Langu … Wikipedia
γλυφάδα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Παραλιακή πόλη (υψόμ. 5 μ., 80.409 κάτ.) του νομού Αττικής, τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Πειραιώς. Η Γ.… … Dictionary of Greek
ενηβητήριον — ἐνηβητήριον, το (Α) τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + τήριον*] … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
μπουζουξίδικο — το [μπουζουξής] κέντρο διασκέδασης με λαϊκή μουσική από ορχήστρα μπουζουκιών και άλλων λαϊκών μουσικών οργάνων … Dictionary of Greek
νούμερο — το (Μ νούμερο και νούμερον) αριθμός νεοελλ. 1. (για ενδύματα και υποδήματα) μέγεθος («τί νούμερο παπούτσι φοράς;») 2. αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση, σε θέατρο ή σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης 3. οι ηθοποιοί που εκτελούν τις παραπάνω σκηνές 4.… … Dictionary of Greek
ντιζέρ — ο, θηλ. ντιζέζ άκλ. 1. τραγουδιστής σε κοσμικό κέντρο διασκέδασης 2. ευφυολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diseur / diseuse < γαλλ. dire «μιλώ» < λατ. dico «λέω, μιλώ»] … Dictionary of Greek
ξενυχτάδικο — το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. άδικο (πρβλ. ουζ άδικο)] … Dictionary of Greek